- λουδλώιος
- -α, -ο, θηλ. και -ος1. φρ. «λουδλώια σειρά» ή, απλώς, «λουδλώιο»γεωλ. η ανώτερη από τις τρεις υποδιαιρέσεις τού σιλουρίου2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λουδλώια σειρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ludlovian series < μέσ. λατ. Ludlovia].
Dictionary of Greek. 2013.